ομελέτα

ομελέτα
η
έδεσμα που παρασκευάζεται από χτυπητά αβγά τηγανισμένα με λάδι ή βούτυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. omelette < αρχ. γαλλ. omelette, άλλη μορφή του alumelle «μικρή λάμα» < αρχ. γαλλ. lemelle < λατ. lamella «μικρό μεταλλικό πιάτο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ομελέτα — η (λ. γαλλ.), φαγητό με χτυπητά αβγά τηγανισμένα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λειριοπολφανεμώνη — λειριοπολφανεμώνη, ἡ (Α) (κωμ. σύνθ.) ομελέτα παρασκευασμένη από κρίνα, πολφούς και ανεμώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λείριον + πολφός + ἀνεμώνη] …   Dictionary of Greek

  • σφουγγάτο — το / σφουγγᾱτον, ΝΜ και σφογγάτο Ν και σφογγᾱττον Μ ομελέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφόγγος/ σπόγγος + κατάλ. άτο (πρβλ. λεμον άτο). Ο νεοελλ. τ. σφουγγάτο με κώφωση τού /ο/ σε /u/, πρβλ. κώδων: κουδούνι] …   Dictionary of Greek

  • σφουγγάτο — το και σφογγάτο, το ομελέτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”